- αρτιχάρακτος
- ἀρτιχάρακτος, -ον (Α)1. αυτός που μόλις τώρα χαράχτηκε2. πρόσφατα καλλιεργημένος ή οργωμένος3. αυτός που πληγώθηκε προ ολίγου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτιχάρακτος — newly graven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιχάρακτον — ἀρτιχάρακτος newly graven masc/fem acc sg ἀρτιχάρακτος newly graven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek